εκαστος

εκαστος
    ἕκαστος
    3
    (тж. εἶς ἕ., ἕ. τις, τὴς ἕ., ὡς ἕ. и εἶς τις ἕ.) каждый, всякий
    

αἱ γυναῖκες ἑκάστη Hom. — каждая из женщин;

    τῆς ἡμέρας ἑκάστης и κατὰ τέν ἡμέραν ἑκάστην Thuc. — каждый день, ежедневно;
    ὅπῃ ἐδύναντο ἕ. Xen. или ὡς ἕ. ἐδύνατο Thuc. — кто как мог;
    τῶν πάντων ἕ. Hom. или οἱ ἕκαστοι Hes. — решительно всякий τὰς πόλις ἐπ΄ ἡμέρης ἑκάστης αἵρεε Her. (Даврис) брал по городу в день;
    κατὰ ἔτος ἕκαστον Thuc. — ежегодно;
    (τὸ) καθ΄ ἕκαστον (καθ΄ ἑκάστους) и (τὰ) καθ΄ ἕκαστα Thuc., Plut. — каждый в отдельности, порознь;
    παρ΄ ἕκαστον и παρ΄ ἕκαστα Polyb. — в каждом отдельном случае;
    τὸ καθ΄ ἕκαστον филос. Arst. — отдельный (единичный, конкретный) предмет;
    ἅστινας (ἑορτὰς) καὴ οἵστισιν ἑκάστοις τῶν θεῶν καὴ δαίμοσι γίγνεσθαι χρεών Plat. — какие именно празднества и в честь каких именно богов и божеств нужно справлять


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εκαστος" в других словарях:

  • ἕκαστος — each masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκαστος — η, ο (AM ἕκαστος, η, ον) (επιμεριστική αντων.) (σε αντίθεση με το σύνολο) 1. ο κάθε ένας χωριστά, ένας ένας 2. φρ. α) στον πληθ. έκαστοι όλοι και ένας ένας χωριστά β) «καθ εκάστην» (ενν. ημέρα) καθημερινά γ) «τα καθ έκαστο» ή «τα καθ έκαστα» οι… …   Dictionary of Greek

  • Ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. — ὅ γὰρ βούλεται, τοῦθ’ ἔκαστος καὶ οἴεται. См. Верим охотно тому, чего желаем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἑκαστοτέρω — ἕκαστος each masc/neut nom/voc/acc comp dual ἕκαστος each masc/neut gen comp sg (doric aeolic) ἑκάς afar comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάστω — ἕκαστος each masc/neut nom/voc/acc dual ἕκαστος each masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάστων — ἕκαστος each fem gen pl ἕκαστος each masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάστως — ἕκαστος each adverbial ἕκαστος each masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκαστον — ἕκαστος each masc acc sg ἕκαστος each neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάσταις — ἕκαστος each fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάσταισι — ἕκαστος each fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκάστη — ἕκαστος each fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»